- τσάκωμα
- το, Ν[τσακώνω]τσακωμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάκωμα — το, ατος 1. σύλληψη, πιάσιμο, γράπωμα: Το τσάκωμα του κλέφτη έγινε απ τους διαβάτες. 2. μτφ., φιλονικία, καβγάς, μάλωμα: Όλο τσακώματα είναι μεταξύ τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
καβγάς — ο (λ. τουρκ.), φιλονικία, τσάκωμα: Δε θέλω να έχω καβγάδες μ αυτόν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρακάρισμα — το, ατος 1. σύγκρουση οχήματος με άλλο, τράκα, τράκο: Φονικό τρακάρισμα. 2. συμπλοκή, τσάκωμα, άρπαγμα: Τρακάρισμα με πολύ ξύλο. 3. ξαφνική συνάντηση: Τρακάρισμα με παλιό φίλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακωμός — ο τσάκωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλονικία — η διχόνοια, διένεξη, λογομαχία, διαπληκτισμός, μάλωμα, τσάκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)